αιτιωμα

αιτιωμα
    αἰτίωμα
    -ατος τό NT. = αἰτίαμα См. αιτιαμα

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αιτιωμα" в других словарях:

  • αιτίωμα — αἰτίωμα, το (Α) [αἰτιῶμαι] απόδοση ενοχής, κατηγορία …   Dictionary of Greek

  • αἰτιώμασιν — αἰτίωμα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιώματα — αἰτίωμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτία — Το γεγονός, η αφορμή από την οποία προέρχεται κάποιο γεγονός ή μια μεταβολή. (Νομ.)Η κατηγορία, η καταγγελία για κάποιο αδίκημα και, σπάνια, το ίδιο το αδίκημα. Α. δικαιοπραξιών. Ο νομικός σκοπός που δικαιολογεί την κατάρτιση δικαιοπραξίας… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»